τράχηλος

τράχηλος
ο
1. ο λαιμός μαζί με το σβέρκο: Τον έπιασε απ' τον τράχηλο.
2. σβέρκος: Τον χτύπησε στον τράχηλο και τον σκότωσε.
3. το στενό μέρος σε σπλάχνα ή κόκαλα: Ο τράχηλος της μήτρας.
4. το στενόμακρο μέρος διάφορων δοχείων, λαιμός: Τράχηλος του μπουκαλιού.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τράχηλος — well reared masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τράχηλος — Οικισμός (υψόμ. 10 μ.), στην πρώην επαρχία Κισσάμου, του νομού Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γραμβούσης. * * * ο, ΝΜΑ, και δωρ. τ. τράχαλος και ετερόκλιτος τ. πληθ. τράχηλα τὰ, Α 1. το στενό και κυλινδρικό τμήμα τού σώματος το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • τραχήλω — τράχηλος well reared masc nom/voc/acc dual τράχηλος well reared masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραχήλοις — τράχηλος well reared masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραχήλου — τράχηλος well reared masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραχήλους — τράχηλος well reared masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραχήλων — τράχηλος well reared masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραχήλῳ — τράχηλος well reared masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τράχηλοι — τράχηλος well reared masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τράχηλον — τράχηλος well reared masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”